- ημικρατικός
- -ή, -όπου δεν είναι τελείως κρατικός, αυτός που το κράτος έχει πάνω του μερική δικαιοδοσία: Η Δ.Ε.Η. είναι ημικρατικός οργανισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.